φιλοκερδία
Look at other dictionaries:
φιλοκερδία — ἡ, Α (δ. γρφ. φ.) βλ. φιλοκέρδεια … Dictionary of Greek
φιλοκέρδεια — η, ΝΑ, και δ. γρφ. φιλοκερδία Α [φιλοκερδής] υπερβολική αγάπη για το υλικό κέρδος, η με υπέρμετρο ζήλο επιδίωξη τού κέρδους νεοελλ. υπέρμετρη κερδοσκοπία, απληστία, πλεονεξία … Dictionary of Greek